- πρηνισμός
- ο, ΝΑ [πρηνίζω]νεοελλ.1. στροφική κίνηση τού αντιβραχίου κατά την οποία το άκρο χέρι περιστρέφεται κατά 180° από έξω προς τα μέσα οδηγώντας τον αντίχειρα προς τα μέσα και την παλάμη προς τα κάτω2. (στην απλομαχητική) α) η ρίψη ολόκληρου τού σώματος σε πρηνή θέσηβ) η θέση τού σφιγμένου χεριού που κρατάει το ξίφος με τέτοιο τρόπο ώστε τα δάχτυλα τού χεριού να είναι στραμμένα προς τα κάτωαρχ.κατακρημνισμός, καταστροφή.
Dictionary of Greek. 2013.